Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασωτία η [asotía] Ο25 : η ιδιότητα του άσωτου ανθρώπου, αυτού που σπαταλά ασυλλόγιστα και διασκεδάζει χωρίς μέτρο και φραγμό. || (συνήθ. πληθ.) για ασυλλόγιστες σπατάλες και διασκεδάσεις: Ρήμαξε την πατρική περιουσία με τις ασωτίες του.
[λόγ. < αρχ. ἀσωτία]



