Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασχολούμαι [asxolúme] Ρ10.9β : 1α.αφιερώνω τη δραστηριότητά μου, το χρόνο μου σε κτ.: ~ με τη μουσική / με τη ζωγραφική / με την πολιτική / με τον κήπο / με τα παιδιά μου. Aύριο θα ασχοληθώ με την τακτοποίηση της βιβλιοθήκης μου. β. εκδηλώνω έντονο και έμπρακτο ενδιαφέρον για κτ. ή για κπ.: Θα ασχοληθώ με το θέμα σας σε ένα λεπτό! || Mην ασχολείσαι μαζί μου! 2. ασκώ ένα επάγγελμα ή έχω μία δραστηριότητα, κυρίως όταν ρωτάμε κπ.: Mε τι ασχολείσαι; - Είμαι αγρότης / εργάτης / νοικοκυρά.
[λόγ. < αρχ. ἀσχολοῦμαι]



