Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημοσύνη
1 εγγραφή
ασχημοσύνη η [asximosíni] Ο30α : η ασχημία.

[λόγ. < αρχ. ἀσχημοσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες