Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημομούρης
1 εγγραφή
ασχημομούρης -α -ικο [asximomúris] & ασκημομούρης -α -ικο [asimo múris] Ε9 : που είναι πολύ άσχημος στο πρόσωπο: Είναι φοβερά ~. Mια γριά ασχημομούρα. || (ως ουσ.): Ήρθε και μου μίλησε ένας ~.

[ασχημο-, ασκημο- + μούρ(η) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες