Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημάνθρωπος
1 εγγραφή
ασχημάνθρωπος ο [asximánθropos] & ασκημάνθρωπος ο [asimánθro pos] Ο20 : άσχημος άνθρωπος.

[ασχημ(ο)-, ασκημ(ο)- + άνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες