Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφυρηλάτητος
1 εγγραφή
ασφυρηλάτητος -η -ο [asfirilátitos] Ε5 : 1.για μέταλλο που δεν το έχουν σφυρηλατήσει, που δεν είναι σφυρηλατημένο. 2. (μτφ.) που δεν έχει αποκτήσει οριστική μορφή: ~ χαρακτήρας. Aσφυρηλάτητη προσωπικότητα.

[λόγ. α- 1 σφυρηλατη- (σφυρηλατώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες