Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασφράγιστος -η -ο [asfrájistos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφραγίσει, που δεν είναι σφραγισμένος. 1. που δεν του έβαλαν σφραγίδα με σκοπό την εξασφάλιση της γνησιότητας ή της κυριότητάς του: Aσφράγιστο έγγραφο / γραμματόσημο / βιβλιάριο. 2α. που δεν τον έκλεισαν ασφαλίζοντας το κλείσιμο με ειδική σφραγίδα: Aσφράγιστο δέμα. Aσφράγιστη πόρτα. β. που δεν τον έκλεισαν ερμητικά: Aσφράγιστο μπουκάλι. || Aσφράγιστο δόντι, που δεν έχει σφράγισμα.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσφράγιστος· 2: κατά τις άλλες σημ. του σφραγίζω]



