Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλτόστρωση
1 εγγραφή
ασφαλτόστρωση η [asfaltóstrosi] Ο33 : η επίστρωση δρόμου, πλατείας κτλ. με άσφαλτο: Συνεργείο ασφαλτοστρώσεων. Ο δήμος ανέλαβε τα έξοδα για την ~ του δρόμου.

[λόγ. ασφαλτοστρω- (δες ασφαλτοστρώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες