Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλίζω
1 εγγραφή
ασφαλίζω [asfalízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ασφαλισμένος* : 1α.τοποθετώ κτ. σε μέρος ασφαλές, όπου είμαι σίγουρος ότι δε διατρέχει κανένα κίνδυνο. β. κλείνω κτ. πολύ καλά για να το προστατεύσω από ενδεχόμενο κίνδυνο: Nα ασφαλίσεις το σπίτι πριν φύγεις. Aσφάλισα όλα τα παράθυρα. || τοποθετώ την ασφάλειαI3α. ANT απασφαλίζω: ~ την πόρτα του αυτοκινήτου. ~ το όπλο μου, μετακινώ το μηχανισμό ασφάλειας στη θέση που εμποδίζει τη βολή. 2. συνάπτω ασφάλειαIIα, κάνω ειδική σύμβαση με την οποία εξασφαλίζομαι από συγκεκριμένη βλάβη, εισπράττοντας συμφωνημένη αποζημίωση: ~ το σπίτι / το αυτοκίνητο / την παραγωγή / τη ζωή μου. || παρέχω ασφάλιση: H εταιρεία μας ασφαλίζει μόνο αυτοκίνητα.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσφαλίζω· 2: σημδ. αγγλ. insure]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες