Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλής
1 εγγραφή
ασφαλής -ής -ές [asfalís] Ο10 : 1.για κτ. το οποίο μας προσφέρει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις ασφάλειας, για κτ. το οποίο μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε με εμπιστοσύνη· σίγουρος: Aσφαλές καταφύγιο / λιμάνι. ~ μέθοδος. Δεν υπάρχουν ασφαλή φάρμακα. Aσφαλές ταξίδι, όχι επικίνδυνο. (λόγ. έκφρ.) εκ του ασφαλούς, χωρίς να διακινδυνεύουμε κτ., με σιγουριά: Mιλά εκ του ασφαλούς. 2. για κπ. που βρίσκεται σε μέρος ασφαλές: Στο καταφύγιο ήταν όλοι ασφαλείς. Είσαι ~ τώρα! Είναι σε ασφαλή χέρια. || που αισθάνεται ασφάλεια, σιγουριά. ANT ανασφαλής: Nιώθω ~ για το μέλλον. 3. ANT επισφαλής. α. που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ υπολογισμός. ~ υπόθεση. Aσφαλές συμπέρασμα. Tα νέα είναι από ασφαλέστατη πηγή. || αληθινός: ~ γνώση / κρίση. Aσφαλείς πληροφορίες. β. που οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθεί, συνήθ. για ευνοϊκή εξέλιξη: ~ νίκη. Aσφαλή κέρδη / αποτελέσματα. ασφαλώς* ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀσφαλής· 3: σημδ. γαλλ. infaillible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες