Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασφάλιστρο το [asfálistro] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : το χρηματικό ποσό που πληρώνει ο ασφαλιζόμενος στην ασφαλιστική εταιρεία ως αποζημίωση: Aκριβά / φτηνά ασφάλιστρα. H ασφάλιση διακόπτεται μόλις σταματήσει η πληρωμή των ασφαλίστρων.
[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τρον]



