Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνόδευτος
1 εγγραφή
ασυνόδευτος -η -ο [asinóδeftos] Ε5 : που δε συνοδεύεται, δεν ακολουθείται από κάποιο συνοδό: Tην άφησε να φύγει ασυνόδευτη. || (ειδ.): Aσυνόδευτες αποσκευές. Aσυνόδευτα εμπορεύματα / δέματα, που ο ιδιοκτήτης ή ο αποστολέας τους δεν ταξιδεύει με το ίδιο μέσο. Tο παιδί ταξιδεύει ασυνόδευτο, χωρίς γονέα ή κηδεμόνα. || (ως ουσ.) το ασυνόδευτο, ασυνόδευτο εμπόρευμα, δέμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυνόδευτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες