Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυμπλήρωτος -η -ο [asimblírotos] Ε5 : που δεν τον έχουν συμπληρώσει, που δεν είναι συμπληρωμένος: Aσυμπλήρωτο έντυπο. || που δεν τον έχουν ολοκληρώσει: Άφησε τη φράση της ασυμπλήρωτη, ατέλειωτη.
[λόγ. < ελνστ. ἀσυμπλήρωτος]



