Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυλλογισιά
1 εγγραφή
ασυλλογισιά η [asilojisxá] Ο24 : (προφ.) η απερισκεψία.

[α- 1 συλλογισ- (συλλογίζομαι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες