Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστυκτηνιατρικός -ή -ό [astiktiniatrikós] Ε1 : που αναφέρεται στον αστυκτηνίατρο: ~ έλεγχος. Aστυκτηνιατρική υπηρεσία, υπηρεσία που ασχολείται με τον έλεγχο της ποιότητας των τροφίμων ζωικής προέλευσης.
[λόγ. αστυκτηνίατρ(ος) -ικός]



