Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστυκτηνίατρος
1 εγγραφή
αστυκτηνίατρος ο [astiktiníatros] Ο19 : κτηνίατρος που υπηρετεί στην αστυκτηνιατρική υπηρεσία.

[λόγ. άστυ + κτηνίατρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες