Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστροφεγγιά
1 εγγραφή
αστροφεγγιά η [astrofengá] Ο24 : για την ξάστερη νύχτα, τη νύχτα που φωτίζεται μόνο από την έντονη λάμψη των άστρων· ξαστεριά: Xθες είχαμε ~.

[μσν. αστροφεγγιά < αστρο- + φέγγ(ω) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες