Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρονομικός
1 εγγραφή
αστρονομικός -ή -ό [astronomikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αστρονομία ή με τον αστρονόμο: ~ χάρτης / πίνακας. Aστρονομικές έρευνες / παρατηρήσεις. Aστρονομικό συνέδριο. 2. (μτφ.) για υπερβολικά μεγάλα ποσά ή αριθμούς: Aστρονομικοί αριθμοί. Aστρονομικό ποσό. Aστρονομικές τιμές, παράλογα υψηλές. Mε τον πληθωρισμό οι τιμές έφτασαν σε αστρονομικά ύψη.

[λόγ. < αρχ. ἀστρονομικός `έμπειρος στην αστρονομία΄ & σημδ. γαλλ. astronomique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες