Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστρολογικός -ή -ό [astrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστρολογία: Aστρολογικές παρατηρήσεις / προβλέψεις.
[λόγ. < αρχ. ἀστρολογικός `που αναφέρεται στην αστρονομία΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. αστρολογία]



