Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρατολόγητος
1 εγγραφή
αστρατολόγητος -η -ο [astratolójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν στρατολογήσει, που δεν έχει στρατολογηθεί.

[λόγ. α- 1 στρατολογη- (στρατολογώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες