Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστοχία
1 εγγραφή
αστοχία η [astoxía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του άστοχου, αυτού που δεν μπορεί να σκοπεύσει με επιτυχία: Είχε ~ στο κυνήγι αυτή τη φορά. || η άστοχη βολή: Εννιά επιτυχίες και μία ~. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα μιας άστοχης ενέργειας και κυρίως η απερισκεψία: Ήταν ~ μου να μη στο πω.

[λόγ. < ελνστ. ἀστοχία (λαϊκό: αστοχιά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες