Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστειολόγημα
1 εγγραφή
αστειολόγημα το [astiolójima] Ο49 : φραστικό αστείο· αστεϊσμός.

[λόγ. αστειολογη- (αστειολογώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες