Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασταύρωτος
1 εγγραφή
ασταύρωτος -η -ο [astávrotos] Ε5 : που δεν τον έχουν σταυρώσει. 1. για κτ. που δεν το έχουν σημειώσει με σταυρό: Aσταύρωτα ψηφοδέλτια. 2. (οικ.) που δεν του έκαναν το σημείο του σταυρού: Mην το αφήνεις ασταύρωτο το παιδί και το ματιάσουν.

[α- 1 σταυρώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες