Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστέγαστος -η -ο [astéγastos] Ε5 : για χώρο που δεν τον έχουν καλύψει με στέγη, που δεν είναι στεγασμένος: Tην αποθήκη την έχουν ακόμα αστέγαστη.
[λόγ. < ελνστ. ἀστέγαστος, αρχ. σημ.: `χωρίς κατάλυμα΄]



