Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρόχωμα
1 εγγραφή
ασπρόχωμα το [aspróxoma] Ο49 : χώμα με προσμείξεις από άργιλο και ασβέστη.

[ασπρο- + χώμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες