Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρο-
1 εγγραφή
ασπρο- [aspro] & ασπρό- [aspró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ασπρ- [aspr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του άσπρου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κίτρινος, ασπρόμαυρος, ~κόκκινος, άσπρος και κίτρινος, άσπρος και μαύρος / κιτρινόασπρος, μαυρόασπρος κτλ.· ~γάλαζος, άσπρος και γαλάζιος· (πρβ. γαλανόλευκος). 2. με αναφορά στα άσπρα ρούχα: ~ντυμένος, λευκοντυμένος. || ασπρόρουχα, με αναφορά στα άσπρα εσώρουχα ή στα άσπρα υφασμάτινα είδη του νοικοκυριού ή και γενικά σε απλή αντιδιαστολή προς τα χρωματιστά ρούχα του νοικοκυριού. 3. (σε κτητικά σύνθετα) χαρακτηρίζει αυτόν που έχει άσπρο το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γένης, ~μάλλης, ~χέρης. 4. στην κοινή ονομασία φυτών: ασπράγκαθο, ~λούλουδο, ασπρόξυλο. II. σε παρασύνθετες λέξεις: Aσπροθαλασσίτης σε αντιδιαστολή προς το Mαυροθαλασσίτης.

[μσν. ασπρο- θ. του επιθ. άσπρ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ασπρο-γένης, ασπρο-κόκκινος, ασπρο-φορώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες