Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπρουλιάρης -α -ικο [aspruláris] Ε9 : (μειωτ.) α. για κπ. που έχει άσπρο, άτονο και ωχρό δέρμα. β. για κτ. που είναι άσπρο σαν ξεθωριασμένο.
[ασπρουλ(ός) -ιάρης]



