Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρογένης
1 εγγραφή
ασπρογένης ο [asprojénis] Ο11 : αυτός που έχει άσπρα γένια. || (ως επίθ.): Ένας ~ ναυτικός.

[μσν. ασπρογένης < ασπρο- + γέν(ι) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες