Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπάλαθος
1 εγγραφή
ασπάλαθος ο [aspálaθos] Ο19 : (βοτ.) είδος αγκαθωτού θάμνου.

[ελνστ. ἀσπάλαθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες