Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκούπιστος
1 εγγραφή
ασκούπιστος -η -ο [askúpistos] Ε5 : που δεν τον σκούπισαν. ANT σκουπισμένος. 1. για κτ. που δεν το καθάρισαν με σκούπα: Tο δωμάτιο είναι ασκούπιστο. 2. που δεν τον στέγνωσαν με πετσέτα: Είμαι ~. Tα χέρια μου είναι ασκούπιστα. Άφησε τα πιάτα ασκούπιστα. ασκούπιστα ΕΠIΡΡ: Είναι τρεις μέρες ~ εδώ μέσα.

[α- 1 σκουπισ- (σκουπίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες