Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκέπαστος
1 εγγραφή
ασκέπαστος -η -ο [asképastos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν σκεπάσει ή που δεν είναι σκεπασμένος με σκέπασμα: Άφησε το μωρό ασκέπαστο / έμεινε ~ και κρύωσε, ξεσκέπαστος. 2. που δεν του έβαλαν στέγη: Tο σπίτι είναι ακόμα ασκέπαστο.

[ελνστ. ἀσκέπαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες