Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασιτία
1 item total
ασιτία η [asitía] Ο25 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο οργανισμός, όταν δεν παίρνει τις απαραίτητες για τη συντήρησή του θρεπτικές ουσίες: Στις φτωχές χώρες πολλά παιδιά πεθαίνουν από ~.

[λόγ. < αρχ. ἀσιτία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go