Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημότητα
1 εγγραφή
ασημότητα η [asimótita] Ο28 : ANT διασημότητα. 1. η ιδιότητα του άσημου και η κατάσταση της μετριότητας και της αφάνειας, στην οποία ζει ο άσημος. 2. άνθρωπος άσημος.

[λόγ. < μσν. ασημότης < άσημ(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες