Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημένιος
1 εγγραφή
ασημένιος -α -ο [asiménos] Ε4 : 1.για κτ. που είναι κατασκευασμένο από ασήμι: Aσημένια μαχαιροπίρουνα / κοσμήματα / νομίσματα. 2. που έχει το χρώμα του ασημιού, που είναι ασημής: Aσημένια μαλλιά, λευκά και στιλπνά.

[ασήμ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες