Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβεστούχος
1 εγγραφή
ασβεστούχος -ος / -α -ο [azvestúxos] Ε14 : (χημ.) που περιέχει ασβέστιο: Aσβεστούχες τροφές. Aσβεστούχα εδάφη / λιπάσματα.

[λόγ. άσβεστ(ος) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. calcaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες