Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασήμωμα
1 εγγραφή
ασήμωμα το [asímoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασημώνω. 1. επένδυση με ασήμι ή επαργύρωση. 2. η προσφορά ασημένιου νομίσματος ή αντικειμένου.

[μσν. ασήμωμα `ασημένιο αντικείμενο΄ < ασημώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες