Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασήκωτος
1 εγγραφή
ασήκωτος -η -ο [asíkotos] Ε5 : για κτ. ή για κπ. που είναι πάρα πολύ βαρύς και που δεν μπορεί ή δύσκολα μπορεί να τον σηκώσει κάποιος: Tο δέμα με τα βιβλία είναι / έγινε ασήκωτο. Πάχυνε πολύ το μωρό και έγινε ασήκωτο. (έκφρ.) βαρύς κι ~, για κπ. που είναι ή που προσποιείται πως είναι πολύ σκληρός και σοβαρός ή πολύ στενοχωρημένος. κάνω κπ. ασήκωτο από το ξύλο, τον δέρνω πολύ.

[α- 1 σηκώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες