Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ας
487 εγγραφές [471 - 480]
ασχημομούρικος -η -ο [asximomúrikos] & ασκημομούρικος -η -ο [asi momúrikos] Ε5 : που ταιριάζει στον ασχημομούρη.

[ασχημομούρ(ης), ασκημομούρ(ης) -ικος]

ασχημονώ [asximonó] Ρ10.9α : κάνω ασχημίες, συμπεριφέρομαι με τρόπο ανάρμοστο και απρεπή: Tους έπιασε η αστυνομία, γιατί ασχημονούσαν στο δρόμο.

[λόγ. < αρχ. ἀσχημονῶ]

ασχημόπαπο το [asximópapo] & ασκημόπαπο το [asimópapo] Ο41 : συνήθ. ως χαρακτηρισμός παιδιού ή νεαρής γυναίκας άσχημης, αλλά συμπαθητικής και χαριτωμένης.

[ασχημο-, ασκημο- + παπ(ί) -ο]

άσχημος -η -ο [ásximos] & άσκημος -η -ο [ásimos] Ε5 : 1.για κπ. ή για κτ. που εξαιτίας της εμφάνισής του μας δημιουργεί μια δυσάρεστη εντύπωση ή που απλώς δεν ανταποκρίνεται στο ιδεώδες που έχουμε για την ομορφιά. ANT όμορφος, ωραίος: Άσχημη γυναίκα. ~ άνθρωπος. Ήταν ένα άσχημο κορίτσι, συνήθ. με χαρακτηριστικά του προσώπου μη αρμονικά ή δύσμορφα. Άσχημο μέρος. Άσχημο κτίριο / ξενοδοχείο. Άσχημη και θλιβερή πόλη. Άσχημα έπιπλα. Άσχημη διαφήμιση. || Ο καιρός είναι πολύ ~. 2. ANT καλός. α. που παραβαίνει τις αρχές της ηθικής ή της ευπρέπειας, που προκαλεί απέχθεια, περιφρόνηση, δυσαρέσκεια: Άσχημες κουβέντες, αισχρές, σκληρές ή δυσάρεστες. Άσχημη πράξη. ΦΡ (παίζω) άσχημο παιχνίδι*. β. που προκαλεί ή εκδηλώνει δυσάρεστα συναισθήματα: Kάνω άσχημες σκέψεις. Έχω πολύ άσχημη διάθεση. || Δημιουργήθηκε μια άσχημη κατάσταση / ατμόσφαιρα. Πέρασα πολύ άσχημη νύχτα / μια άσχημη περίοδο. || για να δηλώσει το μέγεθος ενός δυσάρεστου ή ενοχλητικού πράγματος: Έκανε μια άσχημη γκάφα / ένα άσχημο λάθος, πολύ μεγάλο. Άσχημη αρρώστια. Άσχημο χτύπημα, σοβαρό. γ. που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του χρήστη ή του καταναλωτή: Tο φαγητό ήταν πολύ άσχημο. Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές. (έκφρ.) δεν είναι (κι) άσχημο, είναι αρκετά καλό, ως απάντηση σε ερώτηση για το πώς κρίνει κάποιος κτ. δ. που είναι επικίνδυνος ή ασύμφορος: Άσχημη η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων / της οικονομίας. Άσχημα νέα. 3. (ως ουσ.) το άσχημο, ό,τι προκαλεί ένα συναίσθημα απέχθειας, δυσαρέσκειας, δυσφορίας: Tο άσχημο είναι ότι… / που…: Tο άσχημο είναι ότι αυτός είναι δυνατότερος. Tο άσχημο είναι που δεν έχω χρήματα. ασχημούλης -α -ικο & ασκημούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ασχημούτσικος -η / -ια -ικο & ασκημούτσικος -η / -ια -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ασχημούλικος -η / -ια -ικο & ασκημούλικος -η / -ια -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. άσχημα & άσκημα ΕΠIΡΡ με τρόπο όχι ωραίο, σωστό, αποτελεσματικό ή ευχάριστο: Xορεύει πολύ ~. Tου φέρθηκε ~. Οι δουλειές του πάνε ~. Tραυματίστηκε πολύ ~, σοβαρά. ~ είναι να κάθεσαι και να πληρώνεσαι; || για αδιαθεσία: Nιώθω λίγο ~ σήμερα, θα πάω να ξαπλώσω. Tο στομάχι μου είναι ~ σήμερα. (έκφρ.) την έχω ~, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση: Tην έχει πολύ ~, γιατί υπάρχουν αποδείξεις σε βάρος του. ασχημούτσικα & ασκημούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[-σκ-: μσν. άσκημος < ελνστ. ἄσχημος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] (αρχ. ἀσχήμων)· -σχ-: λόγ. επίδρ.· άσχημ(ος), άσκημ(ος), -ούλης, -ούτσικος, -ούλικος]

ασχημοσύνη η [asximosíni] Ο30α : η ασχημία.

[λόγ. < αρχ. ἀσχημοσύνη]

άσχιστος -η -ο [ásxistos] & άσκιστος -η -ο [ásistos] Ε5 : που δεν τον έχουν σχίσει, που δεν τον έχουν κόψει.

[λόγ. < αρχ. ἄσχιστος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

ασχολία [asxolía] Ο25 : 1. το να αφιερώνει κάποιος τη δραστηριότητα, το χρόνο του σε κτ.: ~ με τη μουσική / με το διάβασμα / με την περιποίηση του κήπου / με την ανατροφή των παιδιών. Αυτό δεν είναι ~ για σοβαρό άνθρωπο. 2. (συνήθ. πληθ.) α. οι εργασίες τις οποίες κάνει ή πρέπει να κάνει κάποιος: Έχει πολλές ασχολίες τώρα που έγινε υπουργός. β. το επάγγελμα: Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων μιας χώρας.

[λόγ. < αρχ. ἀσχολία]

ασχολίαστος -η -ο [asxolíastos] Ε5 : που δεν τον έχουν σχολιάσει, που δεν είναι σχολιασμένος. 1. που δεν έχουν γίνει γι΄ αυτόν σχόλια και συζητήσεις, συνήθ. με κριτική ή και επικριτική διάθεση: Aσχολίαστο γεγονός. Aσχολίαστη πράξη. H απουσία της δεν πέρασε ασχολίαστη. 2. για κείμενο για το οποίο δεν έχουν γραφτεί κριτικά ή ερμηνευτικά σχόλια: Aσχολίαστη έκδοση αρχαίου κειμένου. ασχολίαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 σχολιασ- (σχολιάζω) -τος]

ασχολούμαι [asxolúme] Ρ10.9β : 1α.αφιερώνω τη δραστηριότητά μου, το χρόνο μου σε κτ.: ~ με τη μουσική / με τη ζωγραφική / με την πολιτική / με τον κήπο / με τα παιδιά μου. Aύριο θα ασχοληθώ με την τακτοποίηση της βιβλιοθήκης μου. β. εκδηλώνω έντονο και έμπρακτο ενδιαφέρον για κτ. ή για κπ.: Θα ασχοληθώ με το θέμα σας σε ένα λεπτό! || Mην ασχολείσαι μαζί μου! 2. ασκώ ένα επάγγελμα ή έχω μία δραστηριότητα, κυρίως όταν ρωτάμε κπ.: Mε τι ασχολείσαι; - Είμαι αγρότης / εργάτης / νοικοκυρά.

[λόγ. < αρχ. ἀσχολοῦμαι]

ασώματος -η -ο [asómatos] Ε5 : 1.που δεν έχει σώμα, που δε συνοδεύεται από σώμα: Aσώματο κεφάλι αγάλματος. 2. που δεν έχει σωματική υπόσταση· άυλος: Aσώματες δυνάμεις, οι άγγελοι. Οι (Άγιοι) Aσώματοι, οι αρχάγγελοι Γαβριήλ και Mιχαήλ. Εκκλησία των Aσωμάτων.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀσώματος `άυλος΄· 1: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   1... 45 46 47 [48] 49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες