Dictionary of Standard Modern Greek
| 487 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
- ασεβής -ής -ές [asevís] Ε10 : 1.για κπ. που δε σέβεται ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Είναι ~ (άνθρωπος), δε σέβεται τα θεία. ANT ευσεβής. Mη γίνεσαι ~ προς τους δασκάλους σου. 2. για κτ. που εκδηλώνει ασέβεια: ~ λόγος / πράξη / συμπεριφορά.
(λόγ.) ασεβώς ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρθηκε ~, με ασέβεια. [λόγ. < αρχ. ἀσεβής, ελνστ. ἀσεβῶς]
- ασεβώ [asevó] Ρ10.9α : συμπεριφέρομαι με ασέβεια, δε δείχνω σε κπ. ή σε κτ. τον απαιτούμενο σεβασμό.
[λόγ. < αρχ. ἀσεβῶ]
- άσειστος -η -ο [ásistos] Ε5 : σταθερός, ακλόνητος
άσειστα ΕΠIΡΡ. [λόγ.(;) < ελνστ. ἄσειστος]
- ασέλγεια η [aséljia] Ο27 : ενέργεια που αποβλέπει στην ικανοποίηση των σεξουαλικών επιθυμιών ενός ατόμου και που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται ηθικά ή είναι νομικά επιτρεπτό: H ~ είναι έγκλημα κατά των ηθών. Kαταδικάστηκε για ~ σε ανήλικο.
[λόγ. < αρχ. ἀσέλγεια]
- ασελγής -ής -ές [aseljís] Ε10 : 1.που ζει μέσα στην ασέλγεια, που ρέπει στις σαρκικές ηδονές. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η ασέλγεια: Aσελγείς πράξεις.
[λόγ. < αρχ. ἀσελγής]
- ασελγώ [aselγó] Ρ10.9α : 1.κάνω μια ασελγή πράξη: Aσέλγησε σε ανήλικο. 2. (μτφ.) παραβιάζω ηθικές αρχές ή θεσμούς με αναίσχυντο τρόπο: Οι πραξικοπηματίες ασέλγησαν στη δημοκρατία.
[λόγ. < ελνστ. ἀσελγῶ (αρχ. ἀσελγαίνω) (στη σημ. 1)]
- ασέληνος -η -ο [asélinos] Ε5 : (λογοτ.) που δε φωτίζεται από τη σελήνη, που είναι πολύ σκοτεινός: Aσέληνη νύχτα.
[λόγ. < αρχ. ἀσέληνος]
- ασελιδοποίητος -η -ο [aseliδopíitos] Ε5 : για στοιχειοθετημένη τυπογραφική ύλη που δεν έχει σελιδοποιηθεί.
[λόγ. α- 1 σελιδοποιη- (σελιδοποιώ) -τος]
- ασέλωτος -η -ο [asélotos] Ε5 : που δεν τον έχουν σελώσει, που δεν έχει σέλα.
[α- 1 σελώ(νω) -τος]
- άσεμνος -η -ο [ásemnos] Ε5 : 1.για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ή η εξωτερική εμφάνιση έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται σεμνό και ευπρεπές, κυρίως στο σεξουαλικό τομέα και συνήθ. για γυναίκα. 2. για κτ. που θεωρείται ότι προσβάλλει το δημόσιο αίσθημα της αιδούς και κυρίως για κτ. που προκαλεί σεξουαλικά: Άσεμνα αστεία. Άσεμνες φωτογραφίες / πράξεις / χειρονομίες. || (ως ουσ.) το άσεμνο: Ο νόμος περί ασέμνων, για δημοσιεύματα σε έντυπα και για θεάματα.
άσεμνα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [λόγ. < αρχ. ἄσεμνος `αναξιοπρεπής, ταπεινός΄ σημδ. γαλλ. indécent]



