Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 487 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασβεστόνερο το [azvestónero] Ο41 : διάλυμα ασβέστη μέσα σε νερό.
[ασβέστ(ης) -ο- + νερ(ό) -ο]
- ασβεστοποιία η [azvestopiía] Ο25 : 1.η παραγωγή ασβέστη. 2. βιομηχανία παραγωγής ασβέστη.
[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + -ποιία]
- άσβεστος η [ázvestos] Ο36 : (λόγ.) ασβέστης.
[λόγ. < ελνστ. ἄσβεστος, αρχ. σημ.: `άσβηστος΄]
- άσβεστος -η -ο [ázvestos] Ε5 : 1.(λόγ.) που δε σβήνει ποτέ: Στους τάφους των ηρώων καίει άσβεστη λυχνία. 2. (μτφ.) για βαθύ συναίσθημα που διατηρείται πάντοτε έντονο: Στην ψυχή του διατηρούσε άσβεστη την πίστη / άσβεστο μίσος / άσβεστη δίψα για γνώση. Στα μάτια του έκαιγε μια άσβεστη φλόγα.
[λόγ. < αρχ. ἄσβεστος]
- ασβεστούχος -ος / -α -ο [azvestúxos] Ε14 : (χημ.) που περιέχει ασβέστιο: Aσβεστούχες τροφές. Aσβεστούχα εδάφη / λιπάσματα.
[λόγ. άσβεστ(ος) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. calcaire]
- ασβέστωμα το [azvéstoma] Ο49 : 1.η ενέργεια του ασβεστώνω: Ο τοίχος θέλει ~, άσπρισμα. Έκανε μόνος του όλα τα ασβεστώματα. 2. λίπανση του εδάφους με ασβέστη.
[ασβεστώ(νω) -μα]
- ασβεστώνω [azvestóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια με μείγμα σβησμένου ασβέστη και νερού: ~ το σπίτι, ασπρίζω. Kάτασπρα ασβεστωμένα εκκλησάκια. || (προφ., παθ.) λερώνομαι με ασβέστη.
[μσν. ασβεστώνω < ασβέστ(ης) -ώνω]
- άσβηστος -η -ο [ázvistos] Ε5 : 1.που δεν έσβησε ή που δεν τον έσβησαν: H φωτιά είναι ακόμα άσβηστη. Άφησε τη φωτιά άσβηστη. 2. (μτφ.) άσβεστος2.
[μσν. άσβηστος < αρχ. ἄσβεστος κατά το σβέννυμι > σβήνω]
- ασβός ο [azvós] Ο17 : παμφάγο θηλαστικό με κοντά πόδια που καταλήγουν σε σκληρά και κατάλληλα για σκάψιμο νύχια, με μυτερό ρύγχος και με γκριζωπό τρίχωμα, που ζει συνήθ. σε υπόγειες στοές.
[σλαβ. jazv(ă) (πρβ. βουλγ. jazovets) -ός]
- ασέβεια η [asévia] Ο27 : 1.η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ασεβούς, η περιφρόνηση προς ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Ο Θεός τιμώρησε τους ανθρώπους για την ασέβειά τους. ANT ευσέβεια. Έδειξε ~ στους γονείς του. Tιμωρήθηκε για ~ προς το δικαστήριο. 2. λόγος ή πράξη ασεβής: Aυτό που είπες / που έκανες ήταν μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀσέβεια]



