Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 487 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστακοουρά η [astakourá] Ο24 : το κρέας του αστακού, εκτός από τα πόδια και το κεφάλι, που τρώγεται συνήθ. αποξηραμένο.
[αστακ(ός) -ο- + ουρά]
- αστακός ο [astakós] Ο17 : μεγάλο δεκάποδο μαλακόστρακο, που τα μπροστινά του πόδια καταλήγουν σε μεγάλες δαγκάνες και του οποίου το πιο γνωστό είδος, που ψαρεύεται για το εκλεκτό του κρέας, ζει στη θάλασσα: Kαθίσαμε σε μια ψαροταβέρνα δίπλα στη θάλασσα και φάγαμε αστακό. (έκφρ.) κόκκινος σαν ~, κατακόκκινος, όπως γίνεται ο αστακός όταν βράσει: Έγινε κόκκινος σαν ~ από το θυμό του / από την ντροπή του. ΦΡ είναι κάποιος οπλισμένος / αρματωμένος σαν ~, για κπ. που είναι πολύ καλά οπλισμένος.
[αρχ. ἀστακός]
- αστακόχρωμος -η -ο [astakóxromos] Ε5 : (οικ.) που έχει το κόκκινο χρώμα του αστακού.
[αστακ(ός) -ο- + -χρωμος]
- ασταμάτητος -η -ο [astamátitos] Ε5 : για κτ. που διαρκεί πάρα πολύ, που φαίνεται να μην έχει τέλος· αδιάκοπος: Tο ασταμάτητο πηγαινέλα του κόσμου στους δρόμους με ζάλισε. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων είναι ~. H ζωή είναι ένας ~ αγώνας.
ασταμάτητα ΕΠIΡΡ: H καρδιά δουλεύει ~. Bρέχει ~ όλη την ημέρα. Kλαίει ~. [α- 1 σταματη- (σταματώ) -τος]
- ασταμπάριστος -η -ο [astambáristos] Ε5 : (οικ.) που δεν τον έχουν σταμπάρει, που δεν είναι σταμπαρισμένος, κυρίως για κπ. που δεν τον θεωρούν ύποπτο για κτ.
[α- 1 σταμπαρισ- (σταμπάρω) -τος]
- αστάρι το [astári] Ο44 : υλικό με το οποίο καλύπτουν μια επιφάνεια, που πρόκειται να ελαιοχρωματιστεί.
[τουρκ. astar (από τα περσ.) -ι]
- αστάρωμα το [astároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασταρώ νω.
[ασταρώ(νω) -μα]
- ασταρώνω [astaróno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια με αστάρι.
[αστάρ(ι) -ώνω]
- αστάρωτος -η -ο [astárotos] Ε5 : για επιφάνεια που δεν την έχουν ασταρώσει.
[< αναστάρωτος (με αντικατάσταση ανα- > α- 1) < αν- (δες α- 1) ασταρώ(νω) -τος]
- αστασία η [astasía] Ο25 : (ιατρ.) αδυναμία που παρουσιάζει ένα άτομο να σταθεί ή να βαδίσει.
[λόγ. < νλατ. astasia < ελνστ. ἀστασία `αστάθεια΄]



