Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 487 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασούρωτος 3 -η -ο : (λαϊκ.) που δε σούρωσε, δε μέθυσε πολύ, που δεν είναι σουρωμένος.
[α- 1 σουρώ(νω) 3 -τος]
- ασούφρωτος -η -ο [asúfrotos] Ε5 : α.για κτ. που δεν έχει σουφρώσει, που δεν έχει πτυχές: Aσούφρωτα χείλη. β. (προφ.) που δεν το έχουν κλέψει: Aσούφρωτο πορτοφόλι.
[α- 1 σουφρώ(νω) -τος]
- άσοφος -η -ο [ásofos] Ε5 : (σπάν.) που δεν είναι σοφός, που δεν τον χαρακτηρίζει η σοφία, η γνώση ή η σύνεση.
άσοφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄσοφος]
- ασπάζομαι [aspázome] Ρ2.1β : I.(λόγ.) φιλώ. || προσκυνώ: Aσπάστηκε την εικόνα του Xριστού / το Ευαγγέλιο / το νεκρό. IIα. προσχωρώ σε μια θρησκεία ή ιδεολογία: Aσπάστηκε το χριστιανισμό / τις αρχές του σοσιαλισμού. β. υιοθετώ, αποδέχομαι κτ.: Δεν ~ τις απόψεις σου / ~ τη γνώμη σου.
[λόγ.: Ι: αρχ. ἀσπάζομαι· ΙΙα: ελνστ. σημ.· ΙΙβ: σημδ. γαλλ. embrasser]
- ασπαίρω [aspéro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) σπαρταρώ, σφαδάζω.
[λόγ. < αρχ. ἀσπαίρω]
- ασπαλαθιά η [aspalaθxá] Ο24 : κοινή ονομασία του φυτού ασπάλαθος.
[ασπάλαθ(ος) -ιά]
- ασπάλαθος ο [aspálaθos] Ο19 : (βοτ.) είδος αγκαθωτού θάμνου.
[ελνστ. ἀσπάλαθος]
- ασπάλακας ο [aspálakas] Ο5 : (ζωολ.) τυφλοπόντικας.
[λόγ. < αρχ. ἀσπάλαξ, αιτ. -ακα]
- ασπαργάνωτος -η -ο [asparγánotos] Ε5 : για βρέφος που δεν το σπαργάνωσαν, που δεν είναι σπαργανωμένο.
[α- 1 σπαργανώ(νω) -τος]
- άσπαρτος -η -ο [áspartos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν σπείρει, που δεν είναι σπαρμένο. α. για χωράφι όπου δεν έχουν ρίξει σπόρο. β. για σπόρο που δεν τον έριξαν στο χωράφι: Άφησε το σιτάρι άσπαρτο.
[αρχ. ἄσπαρτος]



