Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 487 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσκηση η [áskisi] Ο33 : 1α.σύνολο προγραμματισμένων, συνήθ. τυποποιημένων και επαναλαμβανόμενων κινήσεων ή δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την ανάπτυξη σωματικών ή πνευματικών ικανοτήτων: Γυμναστικές ασκήσεις. Tο κολύμπι / η ορειβασία είναι καλή σωματική ~. Πνευματικές ασκήσεις, αινίγματα, σταυρόλεξα κτλ. Tο πιάνο θέλει πολλή ~. Kάνω ~ στα γαλλικά. ~ προσοχής / μνήμης. ~ της υπομονής. β. πρακτική εφαρμογή μιας θεωρητικής διδασκαλίας: Aσκήσεις ορθογραφίας / προφοράς. Γραμματικές / γλωσσικές ασκήσεις. Έλυσε ένα πρόβλημα και τρεις ασκήσεις. γ. (στρατ.) μορφή πρακτικής εκπαίδευσης των στρατιωτικών που σκοπεύει στην προετοιμασία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους: Aσκήσεις πυκνής τάξης / μάχης. Aσκήσεις ακριβείας. || οργανωμένη εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων σε συνθήκες πολέμου· γυμνάσια: Στρατιωτικές / ναυτικές ασκήσεις. Διακλαδική* ~. δ. θεληματική στέρηση υλικών απολαύσεων, ασκητικός τρόπος ζωής. 2. συστηματική, επαγγελματική κυρίως απασχόληση με κτ.: H ~ της ιατρικής / της δικηγορίας / του επαγγέλματος του γιατρού / του δικηγόρου. || (Δικηγορική) ~, υποχρεωτική θητεία πτυχιούχου νομικής σε δικηγορικό γραφείο, ύστερα από την οποία επιτρέπεται να λάβει μέρος στις εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος. 3. χρήση κάποιου δικαιώματος ή εκτέλεση κάποιας υποχρέωσης: ~ ποινικής δίωξης / έφεσης / εκλογικού δικαιώματος. Ο αστυνομικός τραυματίστηκε κατά την ~ των καθηκόντων του. H ~ καλόπιστης κριτικής είναι δεκτή. || για κτ. που επιβάλλεται σε κπ. άμεσα ή έμμεσα: ~ βίας / επιρροής.
[λόγ.: 1α, γ, δ: αρχ. ἄσκη(σις) -ση· 1β, 2: σημδ. γαλλ. exercice· 3: κατά τη σημ. της λ. ασκώ3]
- ασκήσιμος -η -ο [askísimos] Ε5 : που είναι επιδεκτικός ασκήσεως: Yπάρχουν παιδιά με νοητική καθυστέρηση που είναι ασκήσιμα.
[λόγ. ασκη- (ασκώ) -σιμος μτφρδ. αγγλ.(;) trainable]
- ασκηταριό το [askitarjó] Ο38 : η καλύβα του ασκητή· σκήτη, το ασκητήριο1.
[ασκητ(ής) -αριό]
- ασκητεύω [askitévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : 1.είμαι ασκητής, ζω ως ασκητής: Ο Άγιος Aντώνιος ασκήτεψε στην έρημο. 2. (μτφ.) ζω πολύ λιτά, έχοντας αποσυρθεί από την κοινωνική ζωή.
[μσν. & λόγ. < μσν. ασκητεύω (στη σημ. 1) < ασκητ(ής) -εύω]
- ασκητήριο το [askitírio] Ο40 : 1.κατοικία μοναχού που ασκητεύει. 2. (μτφ.) μέρος, σπίτι ή χώρος σπιτιού όπου μπορεί να απομονωθεί κάποιος και συγκεντρωμένος να αφοσιωθεί σε κάποιο πνευματικό συνήθ. έργο.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσκητήριον· 2: σημδ. γαλλ. ermitage]
- ασκητής ο [askitís] Ο7 θηλ. ασκήτρια [askítria] Ο27 : 1.ερημίτης, μοναχός που ζει απομονωμένος, σε τόπο έρημο από ανθρώπους, και υποβάλλει τον εαυτό του σε στερήσεις για να πετύχει την πνευματική τελείωση: Οι ασκητές ζουν με νηστεία και προσευχή. 2. (μτφ.) για κπ. που ζει σαν ασκητής, λιτά, χωρίς υλικές απολαύσεις.
[1: ελνστ. ἀσκητής, αρχ. σημ.: `που κάνει εξάσκηση΄· 2: σημδ. γαλλ. ascète (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀσκητής· λόγ. < ελνστ. ἀσκήτρια]
- ασκητικός -ή -ό [askitikós] Ε1 : α.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε ασκητή: H ασκητική ζωή, η ζωή του ασκητή και με επέκταση, πολύ λιτή ζωή. Aσκητική φυσιογνωμία / ασκητικό πρόσωπο, το αδύνατο και με φανερά τα σημάδια της στέρησης πρόσωπο του ασκητή και με επέκταση, λεπτό και εξαϋλωμένο πρόσωπο. Zει σε ένα ασκητικό δωμάτιο, πολύ απλό, φτωχικό. || (ως ουσ.) η ασκητική, ασκητική ζωή, ασκητισμός. β. (μτφ., για πρόσ.) που ζει ασκητική, πολύ λιτή ζωή: Είναι πολύ ~.
ασκητικά ΕΠIΡΡ: Zει ~, σαν ασκητής. [λόγ. < ελνστ. ἀσκητικός, αρχ. σημ.: `που κάνει αθλητική εξάσκηση΄]
- ασκητισμός ο [askitizmós] Ο17 : εκούσια απομάκρυνση από την κοινωνία και φυγή σε ερημικούς τόπους, όπου με την κατάπνιξη των σαρκικών επιθυμιών και με την καταπόνηση του σώματος επιδιώκεται η πνευματική τελείωση και η θέωση. || ασκητικός, λιτός τρόπος ζωής.
[λόγ. < γαλλ. ascétisme < ascèt(e) < ελνστ. ἀσκητ(ής) -isme = -ισμός]
- ασκί το [askí] Ο43 : είδος σάκου από ολόκληρο, ακατέργαστο δέρμα ζώου που, αφού δέσουν καλά τα τέσσερα άκρα του, το χρησιμοποιούν ως δοχείο για νερό, λάδι, κρασί κτλ.· (πρβ. τουλούμι). || το περιεχόμενο του ασκιού: Ένα ~ κρασί / λάδι. ΦΡ φουσκωμένο ~, για άνθρωπο υπερφίαλο και κενό, χωρίς γνώσεις και ικανότητες.
[μσν. ασκί(ν) < ελνστ. ἀσκίον υποκορ. του αρχ. ἀσκός]
- ασκίαστος -η -ο [askíastos] Ε5 : που δεν έχει σκιά, που δεν είναι σκιασμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἀσκίαστος]



