Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρωγός
1 εγγραφή
αρωγός ο [aroγós] Ο17 : (λόγ.) βοηθός, προστάτης: Tο κράτος ήρθε ~ στα θύματα της θεομηνίας. Ο Θεός ας είναι ~ μας.

[λόγ. < αρχ. ἀρωγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες