Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιτεχνίτης
1 εγγραφή
αρχιτεχνίτης ο [arxitexnítis] Ο10 : αυτός που είναι επικεφαλής ομάδας τεχνιτών.

[λόγ. αρχι- + τεχνίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες