Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιλογιστής
1 εγγραφή
αρχιλογιστής ο [arxilojistís] Ο7 : προϊστάμενος των λογιστών μιας επιχείρησης ή μιας υπηρεσίας.

[λόγ. αρχι- + λογιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες