Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιερατείο
1 εγγραφή
αρχιερατείο το [arxieratío] Ο39 : το σύνολο των αρχιερέων.

[λόγ. αρχιερατ(εία) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες