Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχειοφύλακας ο [arxiofílakas] Ο5 : υπάλληλος στον οποίο έχει ανατεθεί η ταξινόμηση και η φύλαξη αρχείου (κυρ. δημόσιας αρχής ή υπηρεσίας).
[λόγ. < ελνστ. ἀρχειοφύλαξ, αιτ. -ακα]



