Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαγγελικός
1 εγγραφή
αρχαγγελικός -ή -ό [arxangelikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που αρμόζει σε αρχάγγελο.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχαγγελικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες