Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτιγενής
1 εγγραφή
αρτιγενής -ής -ές [artijenís] Ε10 : (λόγ.) που γεννήθηκε ή που δημιουργήθηκε πρόσφατα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιγενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες